- πάνα
- πάνονneut nom/voc/acc plπάνᾱ , πανάωuse up togetherpres imperat act 2nd sgπάνᾱ , πανάωuse up togetherimperf ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πάνα — και πάννα, η 1. μεγάλο κομμάτι λευκού υφάσματος, συν. για την περιτύλιξη βρέφους 2. μεγάλο πανί που χρησιμεύει για το καθάρισμα φούρνου 3. η μούχλα 4. λαϊκή ονομασία τού καταρράκτη, αρρώστιας τών ματιών 5. ο ιστός τής αράχνης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πανί… … Dictionary of Greek
Πᾶνα — Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάμερον — πανά̱μερον , πανήμερος masc/fem acc sg (doric) πανά̱μερον , πανήμερος neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγυρίων — πανᾱγυρίων , πανήγυρις general fem gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναγύριας — πανᾱγύριας , πανήγυρις general fem acc pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παναμέριος — πανᾱμέριος , πανημέριος masc nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγυριν — πανά̱γυριν , πανήγυρις general fem acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάγυρις — πανά̱γυρις , πανήγυρις general fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανάμερος — πανά̱μερος , πανήμερος masc/fem nom sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)